ξυληβόρος

English (LSJ)

ξυληβόρον, eating wood, Id. (-ιβ- cod.).

German (Pape)

[Seite 280] Holz fressend, von Würmern, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠληβόρος: -ον, ὁ τρώγων τὸ ξύλον, ξυλοφάγος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ξυληβόρος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που τρώει το ξύλο, ο ξυλοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + συνδετικό φωνήεν -η- πιθ. για μετρικούς λόγους + -βόρος (< βορά), πρβλ. αμφοβόρος].