ξυληρός
English (LSJ)
ά, όν,
A appertaining to timber, σταθμοί SIG975.2 (Delos, iii B. C.).
II ξυληρά, ἡ, timber-market, PTeb.316.95 (i A. D.).
Greek Monolingual
ξυληρός, -ά, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξυλεία
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ξυληρά
τόπος αγοράς ξυλείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιχμηρός)].