ξυλοβάμων

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοβάμων: ὁ, ἡ, ὁ φορῶν ξυλίνας ὑψηλὰς ἐμβάδας, Εὐσταθ. Πονημάτ. 107. 4.

Greek Monolingual

ξυλοβάμων, -ονος, ό, ἡ (Μ)
αυτός που φορά ψηλά ξύλινα υποδήματα, που βαδίζει με μακριά ξύλινα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθεροβάμων, ιπποβάμων].