ξυλουργής
English (LSJ)
ξυλουργές, made of wood, διάφραγμα Lyd.Mag.3.37.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλουργής: -ές, ὁ ἐκ ξύλου κατεσκευασμένος, διάφραγμα Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχ. Πολιτ. 3. 37.
Greek Monolingual
ξυλουργής, -ές (Μ)
κατασκευασμένος από ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -ουργής (< ἔργον), πρβλ. μεγαλουργής].