ξυνάν

English (LSJ)

ξυνάων, v. ξυνήων.

German (Pape)

[Seite 282] ᾶνος, ὁ, = Folgdm (vgl. μεγιστάν); ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπόν, Pind. N. 5, 27.

Russian (Dvoretsky)

ξυνάν: ᾶνος adj. m дор. Pind. стяж. = ξυνήων.

Greek (Liddell-Scott)

ξῡνάν: ξῡνάων, ἴδε ἐν λ. ξυνήων.

English (Slater)

ξυνάν v. ξυνάων.

Greek Monotonic

ξῡνάν: ξῡνάων, βλ. ξυνήων.