ξυπνητήρι

Greek Monolingual

το
ειδικό ρολόι που ρυθμίζεται κατάλληλα για να ηχήσει ορισμένη ώρα για αφύπνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυπνώ + επίθημα -τήρι (πρβλ. σουρωτήρι)].