αφύπνιση
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
η αφυπνίζω
έγερση από τον ύπνο, ξύπνημα
2. αναζωπύρωση αισθήματος, εκδήλωση ζωηρού ενδιαφέροντος για κάτι (αφύπνιση της παλιάς έχθρας).