οίνη
Greek Monolingual
(I)
οἴνη, δωρ. τ. οἴνα, ἡ (Α)
1. η άμπελος («oἱ δ' ἐτρύγων οἴνας, δρεπάνας ἐν χερσίν ἔχοντες», Ησίοδ.)
2. οίνος, κρασί («οἴνης σκύφον προτείνων», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος, κατά τα θηλ. σε -η].
(II)
οἴνη, ἡ (Α)
1. ο αριθμός ένα στα ζάρια, ο άσσος («ἢ τρεῖς ἓξ ἢ τρεῖς οἶναι», ιων. παροιμ.)
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «οἴνας
τοὺς κύβους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. οἴνη ανάγεται σε εκφραστική ινδοευρωπαϊκή ρίζα με σημ. «μοναδικός, μόνος» (πρβλ. οίος), που διακρίνεται ως προς τη σημ. από τη ρίζα [i]sem του εἷς «ένας», αλλά, παρ' όλα αυτά, χρησιμοποιήθηκε σε πολλές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με σημ. «ένας»: λατ. ūnus (< αρχ. λατ. oino-), αρχ. ιρλδ. oen, γοτθ. ains, γερμ. ein, αρχ. πρωσ. ains. Η μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας μαρτυρείται στη Βαλτική και στη Σλαβική σε συνθ. σε ino- και σε παράγωγα (πρβλ. αρχ. σλαβ. inokŭ «μοναδικός»)].