άσσος
From LSJ
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
Greek Monolingual
ο (Μ ἄσσος)
1. ο αριθμός ένα που παριστάνεται με ειδική παράσταση πάνω σ' ένα χαρτί παιχνιδιού
2. συνεκδ. το χαρτοπαίγνιο, το χαρτί κύβου ή άλλου παιχνιδιού
νεοελλ.
μτφ. ο πρώτος σε κάποια επίδοση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < (βενετ.) asso < λατ. as «μετρική μονάδα, ασσάριο (χάλκινο ρωμαϊκό νόμισμα)»].