άσσος
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
Greek Monolingual
ο (Μ ἄσσος)
1. ο αριθμός ένα που παριστάνεται με ειδική παράσταση πάνω σ' ένα χαρτί παιχνιδιού
2. συνεκδ. το χαρτοπαίγνιο, το χαρτί κύβου ή άλλου παιχνιδιού
νεοελλ.
μτφ. ο πρώτος σε κάποια επίδοση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < (βενετ.) asso < λατ. as «μετρική μονάδα, ασσάριο (χάλκινο ρωμαϊκό νόμισμα)»].