οβίδα

Greek Monolingual

η
στρ. το βλήμα πυροβόλου ή όλμου το οποίο έχει κύλινδρο κωνικό σχήμα, περιέχει γόμωση από εκρηκτικές όλες και εκρήγνυται στο έδαφος ή στον αέρα σε ρυθμιζόμενο ύψος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. obus (< γερμ. Haubitze «ολμοβόλο») + κατάλ. -ίδα. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].