ὀβριμόγυιος, -ον (Α)(για κήτος) αυτός που έχει ισχυρά μέλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + -γυιος (< γυῖον «μέλος σώματος»), πρβλ. μονόγυιος].