ὀγκόφωνος, -ον (Α)(για τη σάλπιγγα) αυτός που έχει βαθύ τόνο, βαθύφθογγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + -φωνος (< φωνή), πρβλ. υψίφωνος].