οδήγηση

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὁδήγησις) οδηγώ
η υπόδειξη της οδού της πορείας, το να οδηγεί κανείς
νεοελλ.
ικανότητα να κινεί και να χειρίζεται κανείς ένα τροχοφόροάδεια οδήγησης αυτοκινήτου»).