η (ΑΜ ὁδήγησις) οδηγώη υπόδειξη της οδού της πορείας, το να οδηγεί κανείςνεοελλ.ικανότητα να κινεί και να χειρίζεται κανείς ένα τροχοφόρο («άδεια οδήγησης αυτοκινήτου»).