ὀδαγμός και, κατά τον Φώτ. ἀδαγμός, ὁ (Α)(ποιητ. τ.) κνησμός, φαγούρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οδαγ-, πρβλ. παθ. υπερσ. ὠ-δάγ-μην, του ρ. ὀδάζω / ὀδάζομαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. -μός (πρβλ. κηρυγμός)].