οδοντοφόρος

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -ος (Α όδοντοφόρος, -ον) αυτός που έχει δόντια
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το οδοντοφόρο
μικρή προεξοχή με μικροσκοπικά δόντια που έχουν στο στόμα τους τα μαλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -φόρος. Η λ. ως επιστημονικός όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. ο
dontophorus / odontophore].