οδοντώδης

Greek Monolingual

-ες οδούς
1. αυτός που μοιάζει με δόντι
2. αυτός που έχει πολλά δόντια
3. το ουδ. ως ουσ. το οδοντώδες
ζωολ. το ξύστρο τών μαλακίων.