οδοφύλακας

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὁδοφύλαξ)
ο φύλακας τών οδών, των δρόμων
μσν.
ληστής που στήνει ενέδρες στους δρόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + φύλαξ, -ακος].