ὀδωδή, ἡ (Α)οσμή, μυρωδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον παρακμ. ὄδωδα του ὄζω (πρβλ. ὄπωπα: ὀπωπή)].