Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οἰκίδιος, -ία, -ον (Α)1. οικείος, οικιακός, σπιτικός2. αυτός που γίνεται στο σπίτι, σε αντιδιαστολή προς τον δημόσιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. μητρίδιος)].