μητρίδιος
English (LSJ)
[ῐ], α, ον, having a μήτρα: hence, fruitful, filled with seed, μ. ἀκαλῆφαι Ar.Lys.549 (cf. Sch.).
German (Pape)
[Seite 179] mit einer μήτρα, fruchtbar, Samen tragend, ἀκαλῆφαι, Ar. Lys. 549.
Russian (Dvoretsky)
μητρίδιος: (ῐδ) плодовитый (ἀκαλῆφαι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
μητρίδιος: [ῐ], -α, -ον, ὁ ἔχων μήτραν, ὅθεν, γόνιμος, πλήρης σπόρου, μητριδίων ἀκαληφῶν Ἀριστοφ. Λυσ. 549, ἔνθα ἴδε Σχόλ.
Greek Monolingual
μητρίδιος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μήτρα
2. (κατ. επέκτ.) γεμάτος σπόρους, γόνιμος, καρπερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτρα (Ι) + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. πτερίδιος, ωμίδιος)].
Translations
fruitful
Basque: emankor; Bulgarian: плодовит, плодотворен; Danish: frugtbar; Dutch: vruchtbaar; Esperanto: fruktoporta; Estonian: viljakas; Finnish: viljava, antoisa; French: fructueux; German: fruchtbar; Greek: καρποφόρος; Ancient Greek: ἀρόσιμος, αὐξητικός, βαθύσπορος, γόνιμος, ἔγκαρπος, ἐνάρετος, ἐπίκαρπος, ἐπίτεκνος, ἐπίτοκος, εὔκαρπος, εὔσταχυς, εὔφορος, εὐώδιν, εὔωρος, ζείδωρος, καλλίκαρπος, κάρπιμος, καρποτελής, καρποφόρος, λιπαρός, μητρίδιος, πάμφορος, πολύβωλος, πολύκαρπος, πολυλήϊος, πολύσπορος, πολυφόρος, σπερματοῦχος, φοράς, φόριμος, φορός; Italian: proficuo, fruttuoso, produttivo; Latin: fecundus; Latvian: produktīvs, ražīgs, auglīgs, rezultatīvs; Maori: makuru, huākumu; Norwegian Bokmål: fruktbar; Nynorsk: fruktbar; Plautdietsch: fruchtboa; Polish: owocny; Portuguese: produtivo, frutuoso; Romanian: fructuos; Russian: плодотворный, продуктивный, производительный, эффективный, приносящий хорошие результаты; Sanskrit: सफल; Slovene: ploden; Spanish: fértil, prolífico, productivo, fructífero; Ukrainian: продуктивний, плі́дний