οικοτριβώ

Greek Monolingual

οἰκοτριβῶ, -έω (Μ)
ζω στο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -τριβῶ (< -τρίβης < τρίβω), πρβλ. παιδοτριβώ, χρονοτριβώ].