οικοφοβία

Greek Monolingual

η; νοσηρός φόβος που έχουν ορισμένα άτομα, ιδίως σεισμόπληκτα, για την παραμονή τους στο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -φοβία (< -φόβος). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εστία].