οἰστρήεις, -εσσα, -ῆεν (Α)1. αυτός που επιφέρει μανία2. αυτός που καθίσταται μανιώδης από δήγμα οίστρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + κατάλ. -ήεις (πρβλ. ονειρήεις)].