οἰστροβολῶ, -έω (Α)(ποιητ. τ.) (ιδίως για τα πλήγματα τών βελών του Έρωτα) τσιμπώ, κεντώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -βολῶ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνοβολώ].