οἰσυουργός, -όν (Α)(ποιητ. τ.) αυτός που κατασκευάζει διάφορα σκεύη με κλαδιά λυγαριάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύα «το φυτό λυγαριά» + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. λινουργός].