οιόκερως
Greek Monolingual
ο (Α οἰόκερως, -έρωτος, ὁ, ἡ)
νεοελλ.
(παλαιοντ.) γένος σεληνοδοντίων οπληφόρων θηλαστικών που απολιθωμένα λείψανα τους βρέθηκαν σε στρώματα του κατώτερου πλειόκαινου στο Πικέρμι, στη Σάμο κ.α.
αρχ.
αυτός που έχει ένα μόνο κέρατο, μονοκέρατος, μονόκερως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + -κερως (< κέρας), πρβλ. ορθό-κερως].