και οχτάωρος, -η, -ο
1. αυτός που διαρκεί οκτώ ώρες
2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάωρο και οχτάωρο
το χρονικό διάστημα οκτώ ωρών το οποίο έχει καθιερωθεί ως το ανώτατο όριο ημερήσιας εργασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + ώρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].