ολιγάριθμος

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ὀλιγάριθμος, -ον)
(για πλήθος) ο λίγος σε αριθμό, ευάριθμος (α. «ολιγάριθμη συγκέντρωση»
3. «ολιγάριθμο στράτευμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + ἀριθμός, πρβλ. πολυάριθμος].