ὀλιγοδεής, -ές (Α)1. αυτός που έχει ανάγκη από λίγα πράγματα, ολιγαρκής2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀλιγοδεέςη ανάγκη λίγων πραγμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -δεής (< δέομαι), πρβλ. πολυδεής].