ολιγοφραδής

Greek Monolingual

ὀλιγοφραδής, -ές (Α)
αυτός που λέει λίγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -φραδής (< φράζω), πρβλ. πολυφραδής.