ολοκλήρωση

Greek Monolingual

η (Α ὁλοκλήρωσις) [[[ολοκληρώ]] (II)]
νεοελλ.
1. η συμπλήρωση κενών ή ελλείψεων, η συμπλήρωση ενός πράγματος, η τελείωση, η συναποτέλεση
2. μαθ. η πράξη με την οποία βρίσκουμε το ολοκλήρωμα μιας συνάρτησης ή μιας διαφορικής εξίσωσης
αρχ.
η πλήρης ανάκτηση της υγείας, η τέλεια ανάρρωση.