ολοκλήρωμα
From LSJ
ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same
Greek Monolingual
το
1. καθετί με το οποίο συμπληρώνεται κάτι, συμπλήρωμα, αποτελείωμα
2. μαθ. συνάρτηση μιας ανεξάρτητης μεταβλητής, η οποία έχει παράγωγο μιαν άλλη συνάρτηση της ίδιας ανεξάρτητης μεταβλητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολοκληρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στο περιοδικό Αθηνά].