ολοκληρώνω

Greek Monolingual

(Μ ὁλοκληρῶ, -όω) ολόκληρος
συμπληρώνω κάτι που έχει ελλείψεις, καθιστώ κάτι πλήρες, τέλειο, ολόκληρο, αποτελειώνω.