ολούφω

Greek Monolingual

ὀλούφω (Α)
ὀλόπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με το ρ. ὀλόπτω δεν διευκολύνει την ετυμολόγησή της. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. ὀλούφω πρέπει να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα leubh- «ξεφλουδίζω, αποσπώ, γυμνώνω» και να συνδεθεί με λατ. liber «φλοιός» (< luber < lubhros), ρωσ. lub «φλοιός», αρχ. ιρλδ. luib «χλόη»].