ολόγερος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για πράγματα) αυτός που βρίσκεται σε απολύτως καλή κατάσταση, αυτός που δεν υπέστη βλάβη ή φθορά, ακέραιος
2. (για πρόσ.) τελείως υγιής.
επίρρ...
ολόγερα
σε απολύτως καλή κατάσταση.