-η, -ο1. (για πράγματα) αυτός που βρίσκεται σε απολύτως καλή κατάσταση, αυτός που δεν υπέστη βλάβη ή φθορά, ακέραιος2. (για πρόσ.) τελείως υγιής. επίρρ...ολόγερασε απολύτως καλή κατάσταση.