ολόκαινος
Greek Monolingual
-η, -ο
φρ. «ολόκαινος εποχή» ή «ολόκαινη εποχή» ή, απλώς, «ολόκαινο»
γεωλ. η νεώτερη από τις δύο εποχές που συνιστούν την τεταρτογενή περίοδο και το τελευταίο διάστημα της γεωλογικής ιστορίας της Γης, η οποία ακολούθησε το πλειστόκαινο και άρχισε πριν από 10.000 περίπου έτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. holocene (< ολο- + καινός)].