-η, -ο (Α ὁλόρριζος, -ον)αυτός που έχει όλη του τη ρίζα, σύρριζοςαρχ.φρ. «ὁλόρριζοι ἀπολοῦνται» — θα ξεκληριστούν. επίρρ...ολορρίζως και ολόρριζα (ΑΜ ὁλορρίζως)με όλη τη ρίζα, σύρριζα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. πολύρριζος].