ομάδι

Greek Monolingual

(Μ ὁμάδι)
επίρρ. από κοινού, μαζί («μιαν κόρη κι έναν άγουρο, που μπερδευτήκα ομάδι», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὁμάδ-ιον, υποκορ. του ὁμάς, -άδος (πρβλ. μαζίον: μαζί, μακάριον: μακάρι)].