ὁμάς

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμάς Medium diacritics: ὁμάς Low diacritics: ομάς Capitals: ΟΜΑΣ
Transliteration A: homás Transliteration B: homas Transliteration C: omas Beta Code: o(ma/s

English (LSJ)

ὁμάδος, ἡ, the whole, πάντες καθ' ὁμάδα all together, Gp.10.2.3; ἐν ὁμάδι in one lump sum, Men.Prot.p.15 D.; but ἐν ὁμάδι τὸ πρᾶγμα διοικούμενον comprehensively, Just.Edict.13Praef.

German (Pape)

[Seite 329] άδος, ἡ, die Gesammtheit, πάντες καθ' ὁμάδα, Alle insgesammt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμάς: -άδος, ἡ, τὸ σύνολον, πάντες καθ’ ὁμάδα, πάντες ὁμοῦ, Γεωπ. 10. 2, 3. 2) κοινότης, Κ. Πορφυρ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμανὸν 220, 11. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 167.

Greek Monolingual

ἡ (ΑΜ ὁμάς, -άδος)
βλ. ομάδα.