ομοιόκριθος

Greek Monolingual

ὁμοιόκριθος, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει με κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -κριθος (< κριθή «κριθάρι»), πρβλ. ισόκριθος].