ὁμοιόκριθος
From LSJ
Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
English (LSJ)
ὁμοιόκριθον, resembling barley, Thphr. HP 8.1.1,8.9.2.
German (Pape)
[Seite 335] der Gerste ähnlich, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιόκρῑθος: -ον, κριθῇ ὅμοιος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 1, 1.
Greek Monolingual
ὁμοιόκριθος, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει με κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -κριθος (< κριθή «κριθάρι»), πρβλ. ισόκριθος].