ισόκριθος
From LSJ
Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will
Greek Monolingual
ἰσόκριθος, -ον (Α)
ίσος με κριθάρι στην τιμή («τοῦ δ' οἴνου τὸν μετρητὴν ἰσόκριθον», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- -κριθος (< κριθή), πρβλ. πολύκριθος, σιτόκριθος].