ὁμοπληθής, -ές (Α)1. ίσος κατά το πλήθος, ισάριθμος2. φρ. «ὁμοπληθῆ εἴδη»μαθημ. σειρές ή τάξεις που περιέχουν το ίδιο πλήθος μονάδων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -πληθής (< πλήθος), πρβλ. πολυπληθής].