ομφαλορραγία

Greek Monolingual

η
ιατρ. αιμορραγία του ομφαλού νεογνού, που προέρχεται συνήθως από ατελή απολίνωση του ομφάλιου λώρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + -ρραγία (< -ρραγής < ῥήγνυμι «σπάω»), πρβλ. μητρορραγία].