ὁμόβιος, -ον (Α)1. αυτός που ζει μαζί με κάποιον άλλο2. αυτός που μετέχει στην ίδια ζωή3. ομότοξος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. ισόβιος].