Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
ὁμότοξος, -ον (Α)αυτός που έχει όμοιο τόξο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + τόξον (πρβλ. μεγαλότοξος)].