Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ομόζωνος
Greek Monolingual
ὁμόζωνος, -ον (Α) (για αστέρα) αυτός που βρίσκεται στην ίδιαθέση με άλλον στον ουράνιο θόλο («ὁμόζωνα ζῴδια», Βέττ. Βάλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<ομ(ο)- + -ζωνος (<ζώνη), πρβλ. μονόζωνος].