ὀνοβατῶ, -έω (Α)1. ενεργώ ώστε ο ονος να βατεύσει θηλυκό όνο2. (για όνο) βατεύω θηλυκό όνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -βατῶ (< -βάτης < βαίνω), πρβλ. ορειβατώ].