Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(Α ὀρειβατῶ, ὀρειβατέω) ορειβάτης
νεοελλ.
εκτελώ αναβάσεις στα όρη, είμαι ορειβάτης
αρχ.
1. διαβαίνω τα όρη («καὶ τραχύτητας ἀπίστους ὀρειβατεῖν εἰωθότες», Διόδ.)
2. περιπλανιέμαι στα όρη, βαδίζω στα όρη.