ὀξυθάνατος, -ον (Α)1. αυτός που πεθαίνει πρόωρα, λιγόζωος, βραχύβιος2. αυτός που προκαλεί τον θάνατο μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, που φονεύει ταχέως.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + θάνατος.